τρυφῶσαι

τρυφῶσαι
τρυφάω
live softly
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλαμυρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «τρυφῶν, πολυτελής, χλαμυραί, τρυφῶσαι, γρυπῶσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό από τις λ. χλαβός* «ευτραφής» και χλαμυρίς* «πόα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”